- κωθωνοπλύτης
- κωθωνο-πλύτης [ῠ], ου, ὁ,A one who cleans the fish κώθων, Sophr.45.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωθωνοπλύτης — κωθωνοπλύτης, ὁ (Α) αυτός που έπλενε και καθάριζε κωβιούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώθων + πλύτης (< πλύνω), πρβλ. εριο πλύτης, ποτηρο πλύτης] … Dictionary of Greek
κωθωνοπλύται — κωθωνοπλύτης one who cleans the fish masc nom/voc pl κωθωνοπλύτᾱͅ , κωθωνοπλύτης one who cleans the fish masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)